όρχις

όρχις
(I)
ὄρχις, -εως, ἡ (Α)
είδος ελιάς, αλλ. ορχάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄρχις (II) με αλλαγή γένους. Το είδος αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών καρπών του].
————————
(II)
ο (ΑΜ ὄρχις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος)
1. καθένας από τους γεννητικούς αδένες τού άρρενος ο οποίος έχει έξω έκκριση, τα σπερματοζωάρια, και έσω έκκριση, την ανδρική ορμόνη τεστοστερόνη, και που εδρεύει στο όσχεο
2. γένος μονοκότυλων φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη και τού οποίου 25 είδη απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά σήμερα με την κοινή ονομασία σερνικοβότανο ή σαλέπι, από τους ριζοκονδύλους τών οποίων παρασκευάζεται το φερώνυμο αφέψημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. οργάνου τού σώματος που απαντά σε διάφορες γλώσσες. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *orĝhi- / rĝhi- «όρχις» και συνδέεται με αρμν. orji-k' «όρχεις», αλβαν. herdhe «όρχις», ιρλδ. uirgge «όρχις», λιθουαν. eržilas «ίππος επιβήτορας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὄρχις — ὄρχῑς , ὄρχις testicle fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄρχις testicle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχει — ὄρχις testicle fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὄρχεϊ , ὄρχις testicle fem dat sg (epic) ὄρχις testicle fem dat sg (attic ionic) ὀρχέω dance pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὀρχέω dance imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχεις — ὄρχις testicle fem nom/voc pl (attic epic) ὄρχις testicle fem nom/acc pl (attic) ὄρχις testicle fem nom pl (attic epic ionic) ὀρχέω dance imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχιες — ὄρχις testicle fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) ὄρχις testicle fem nom pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχίων — ὄρχις testicle fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρχέω dance pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχεα — ὄρχις testicle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχεος — ὄρχις testicle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχεσι — ὄρχις testicle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχεσιν — ὄρχις testicle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρχιας — ὄρχις testicle fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”